Ποιέ-ω= Ποιῶ΄ θ.ποιε-
Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
|
Οριστική
|
(ποιέω) ποιῶ
(ποιέεις) ποιεῖς
(ποιέει) ποιεῖ
(ποιέομεν) ποιοῦμεν
(ποιέετε) ποιεῖτε
(ποιέουσι) ποιοῦσι(ν)
|
(ἐποίεον) ἐποίεις
(ἐποίεες) ἐποίει
(ἐποίεε) ἐποίει
(ἐποιέομεν) ἐποιοῦμεν
(ἐποιέετε) ἐποιεῖτε
(ἐποίεον) ἐποίουν
|
Υποτακτική
|
(ποιέω) ποιῶ
(ποιέῃς) ποιῇς
(ποιέῃ) ποιῇ
(ποιέωμεν) ποιῶμεν
(ποιέητε) ποιῆτε
(ποιέωσι) ποιῶσι(ν)
|
|
Ευκτική
|
α’ τύπος ἐνικοῦ:
(ποιέοιμι) ποιοῖμι
(ποιέοις) ποιοῖς
(ποιέοι) ποιοῖ
ἤ β’ τύπος ἐνικοῦ:
(ποιεοίην) ποιοίην
(ποιεοίης) ποιοίης
(ποιεοίη) ποιοίη
(ποιέοιμεν) ποιοῖμεν
(ποιέοιτε) ποιοῖτε
(ποιέοιεν) ποιοῖεν
|
|
Προστακτική
|
-
(ποίεε) ποίει
(ποιεέτω) ποιείτω
-
(ποιέετε) ποιεῖτε
(ποιεόντων) ποιούντων
ἤ (ποιεέτωσαν) ποιείτωσαν
|
|
Απαρέμφατο
|
(ποιέεν) ποιεῖν
|
|
Μετοχή
|
(ποιέων) ποιῶν
(ποιέουσα) ποιοῦσα
(ποιέον) ποιοῦν
γενική:
(ποιέοντος) ποιοῦντος
(ποιεούσης) ποιούσης
(ποιέοντος) ποιοῦντος
|
Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
|
Οριστική
|
(ποιέομαι) ποιοῦμαι
(ποιέῃ ἤ -ει) ποιῇ ἤ -εῖ
(ποιέεται) ποιεῖται
(ποιεόμεθα) ποιούμεθα
(ποιέεσθε) ποιεῖσθε
(ποιέονται) ποιοῦνται
|
(ἐποιεόμην) ἐποιούμην
(ἐποιέου) ἐποιοῦ
(ἐποιέετο) ἐποιεῖτο
(ἐποιεόμεθα) ἐποιούμεθα
(ἐποιέεσθε) ἐποιεῖσθε
(ἐποιέοντο) ἐποιοῦντο
|
Υποτακτική
|
(ποιέωμαι) ποιῶμαι
(ποιέῃ) ποιῇ
(ποιέηται) ποιῆται
(ποιεώμεθα) ποιώμεθα
(ποιέησθε) ποιῆσθε
(ποιέωνται) ποιῶνται
|
|
Ευκτική
|
(ποιεοίμην) ποιοίμην
(ποιέοιο) ποιοῖο
(ποιέοιτο) ποιοῖτο
(ποιεοίμεθα) ποιοίμεθα
(ποιέοισθε) ποιοῖσθε
(ποιέοιντο) ποιοῖντο
|
|
Προστακτική
|
-
(ποιέου) ποιοῦ
(ποιεέσθω) ποιείσθω
-
(ποιέεσθε) ποιεῖσθε
(ποιεέσθων) ποιείσθων
ἤ (ποιεέσθωσαν) ποιείσθωσαν
|
|
Απαρέμφατο
|
(ποιέεσθαι) ποιεῖσθαι
|
|
Μετοχή
|
(ποιεόμενος) ποιούμενος
(ποιεομένη) ποιουμένη
(ποιεόμενον) ποιούμενον
|
Παρατηρήσεις:
- Στα συνηρημένα ρήματα που ανήκουν στη β’ τάξη (σε -έω) γίνονται οι ακόλουθες συναιρέσεις φωνηέντων:
ε + ε = ει:
ποίεε = ποίει, ποιέετε = ποιεῖτε΄
ε + ο = ου:
ποιέομεν = ποιοῦμεν, ποιέον = ποιοῦν΄
το ε με μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο συναιρείται
στο ίδιο μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο: ποιέω = ποιῶ, ποιέητε = ποιῆτε, ποιέεις
=ποιεῖς, ποιέοιμι = ποιοῖμι, ποιέουσα = ποιοῦσα, ποιέῃς = ποιῇς, ποιέουσι =
ποιοῦσι.
ω, η - ῃ, ει, οι και ου.
- Τα ρήματα σε -έω με θέμα μονοσύλλαβο συναιρούνται μόνο, όπου μετά τον χαρακτήρα ε ακολουθεί άλλο ε ή ει.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Το ε εκτείνεται
σε η:
ποιῶ (θ. ποιε-), ποιή-σω, ἐ-ποίη-σα,
πε-ποίη-κα, ἐ-πε-ποιήκειν΄
ποιή-σομαι,
ἐ-ποιη-σάμην, ποιη-θήσομαι, ἐ-ποιή-θην,
πε-ποίη-μαι,
ἐ-πε-ποιή-μην (έτσι και: ποιη-τός, ποιη-τέος, ποιη-τής, ποίη-σις, ποίη-μα
κτλ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ
ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Τα ρήματα αυτά σχηματίζουν τους χρόνους ως εξής:
- Ρήματα που διατηρούν τον βραχύχρονο χαρακτήρα χωρίς να παίρνουν σ.
Αἰνέω = -ῶ (θ. αἰνε-), συνηθ. σύνθ. ἐπαινῶ,
παραινῶ κτλ.,
Παρατ. ᾔνεον –ουν,
Μέλλ. αἰνέ-σω, ἀόρ. ᾔνε-σα,
Παρακ. ᾔνε-κα.
Παθ. αἰνέομαι –οῦμαι,
Παρατ. ᾐνεόμην –ούμην,
Μέσ. μέλλ. ὥς ἐνεργ. αἰνέ-σομαι,
Παθ. μέλλ. αἰνε-θήσομαι,
Παθ. ἀόρ. ᾐνέ-θην,
Παρακ. ᾔνη-μια.
Ρημ. επίθ. αἰνε-τός, αἰνε-τέος.
Αἱρέ-ω = -ῶ (=πιάνω, κυριεύω), (θ. αἱρε- καὶ Fελ-),
Παρατ. ᾕρεον –ουν,
Μέλλ. αἱρήσω,
Αόρ. εἷλον,
Παρακ. ᾕρη-κα,
Υπερσ. ᾑρή-κειν
Ως παθ. του αἱρέω χρησιμεύει το ρ.
ἁλίσκομαι = πιάνομαι, κυριεύομαι.
Μέσ. μὲ ενεργ. Σημασία αἱρέομαι –οῦμαι
(=εκλέγω, προτιμώ),
Παρατ. ᾑρεόμην –ούμην,
Μελλ. αἱρή-σομαι.
Παθ. αἱρέομαι –οῦμαι (=ἐκλέγομαι,
προτιμιέμαι),
Παρατ. ᾑρεόμην –ούμην,
Μελλ. αἱρε-θήσομαι,
Αόρ. ᾑρέ-θην,
Παρακ. ᾕρη-μια,
Υπερσ. ᾑρή-μην,
Συντελ. μέλλ. ᾑρή-σομαι ἤ ᾑρη-μένος
ἔσομαι.
Ρημ. ἐπιθ. αἱρε-τός, αἱρε-τέος
Παράγ. αἵρε-σις κτλ.
Δέ-ω = δῶ (=δένω), (θ. δε-),
Παρατ. -έδεον –ουν,
Μελλ. δή-σω,
Αόρ. ἔ-δη-σα,
Παρακ. δέ-δε-κα,
Υπερσ. ἐ-δε-δέ-κειν.
Παθ. δέομαι –οῦμαι,
Παρατ. –ε-δε-όμην –ούμην,
Παθ. μέλλ. δε-θήσομαι,
Παθ. αόρ. ἐ-δέ-θην,
Παρακ. δέ-δε-μια,
Υπερσ. ἐ-δε-δέ-μην,
Ρημ. επίθ. δε-τός, δε-τέος
Παραγ. δέ-σις, δέ-μα κτλ.
Έμέω = ἐμῶ (=ξερνῶ), (θ. ἐμε-),
Παρατ. ἤμεον –ουν,
Αόρ. ἤμε-σα,
Παραγ. ἔμε-σις, ἔμετος κτλ.
Καλέ-ω = καλῶ (αρχ. θ. καλ-, με πρόσφυμα ε: καλε-, με
μετάθεση και έκταση του α: κλη-),
Παρατ. ἐκάλεον –ουν,
Μέλλ. συνηρημ. καλῶ (ἀπὸ τὸ καλέ-σω),
Αόρ. ἐ-κάλε-σα,
Παρακ. κέ-κλη-κα,
Υπερσ. ἐ-κε-κλή-κειν.
Παθ. καλέομαι –οῦμαι,
Παρατ. ἐκαλεόμην –ούμην,
Μέσ. μέλλ. κα-λοῦμαι (από το
καλέ-σομαι),
Μέσ. Αόρ. ἐ-καλε-σάμην,
Παθ. Μέλλ. κλη-θήσομαι,
Παθ. Αόρ. ἐ-κλή-θην,
Παρακ. κέ-κλη-μαι,
Υπερσ. ἐ-κε-κλή-μην.
Ρημ. Επιθ. κλη-τός, κλη-τέος.
Παραγ. Κλῆ-σις, κλη-τήρ κτλ.
Χέ-ω, χεῖς, χεῖ κτλ΄ (=χύνω), (θ. χεF- = χευ-, αδύνατο θ. χυ-),
Παρατ. -έ-χε-ον (ἐν-έ-χε-ον, ἐν-έ-χεις,
ἐν-έ-χει κτλ.),
Μέλλ. χέ-ω,
Αόρ. -έ-χε-α (ἐν-έ-χε-α, ἐν-έ-χε-ας,
ἐν-έ-χε-ε κτλ.).
Παθ. χέομαι,
Παρατ. ἐ-χε-όμην,
Μέσ. μέλλ. χέ-ομαι,
Μέσ. ἀόρ. –ε-χε-άμην (ἐν-ε-χε-άμην,
ἐν-ε-χέ-ω, ἐν-ε-χέ-ατο κτλ., ὑποτ.
-χέωμαι, μετ. –χε-άμενος),
Παθ. Μέλλ. –χυ-θήσομαι,
Παθ. Αόρ. ἐ-χύ-θην,
Παρακ. κέ-χυ-μια,
Υπερσ. ἐ-κε-χύ-μην.
Ρημ. ἐπιθ. χυ-τός.
Παραγ. Χύσις, χύμα κτλ.
- Ρήματα που διατηρούν το βραχύχρονο χαρακτήρα ε και έχουν σ μπροστά από το θ, μ, τ.
Αἰδέομαι = -οῦμαι (=ντρέπομαι, σέβομαι), (θ. αἰδεσ-),
Παρατ. ᾐδεόμην –ούμην,
Μεσ. Μέλλ. αἰδέ-σομαι,
Μεσ. Αόρ. ᾐδε-σάμην,
Παθ. Αόρ. ὥς μέσ. ᾐδέσ-θην,
Παρακ. ᾔδεσ-μαι.
Ρημ. ἐπιθ. Αἰδεσ-τός, αἰδεσ-τέον.
Παράγ. αἴδε-σις, αἰδέ-σιμος κτλ.
Ἀκέομαι = -οῦμαι (=θεραπεύω), (θ. ἀκεσ-),
Μέλλ. ἀκοῦμαι,
Αόρ. ἠκεσάμην,
Ρημ. Επιθ. ἀκεστός (ἀνήκεστος).
Αλέ-ω = -ῶ (=ἀλέθω), (αρχ. θ. ἀλ-, μὲ πρόσφυμα ε: ἀλε-),
Παρακ. ἀλ-ήλε-(σ)-μια,
Παράγ. ἄλε-σις, ἄλε-σ-μα, ἀλε-σ-μός,
ἀλέ-της (=αὐτὸς ποὺ ἀλέθει), ἀλε-τρίς (=γυναῖκα ποὺ ἀλέθει), ἀλε-τός (=ἄλεσμα).
Ἀρκέω = -ῶ (ἀρχ. θ. ἀρκεσ-),
Παρατ. ἤρκεον –ουν,
Μέλλ. ἀρκέ-σω,
Παθ. ἀρκέομαι –οῦμαι, ευχρ. το γ’ εν.
ἀρκεῖται.
Παράγ. ἄρκε-σις (=ἐπικουρία, ὑπηρεσία),
ἄρκεσ-μα(=βοήθεια), ἀρκε-τός κτλ.
Ξέ-ω (=ξύνω), (θ. ξεσ-),
Αόρ. ἔ-ξε-σα.
Ρημ. ἐπιθ. ξεσ-τός, ἄ-ξεσ-τος.
Παράγ. ξέσις κτλ.
Τελέ-ω = -ῶ (=ἐκτελῶ), (ἀρχ. θ. τελεσ-),
Παρατ. ἐ-ταέλε-ον = -ουν,
Μέλλ. συνηρ. τελῶ,
Αόρ. ἐ-τέλε-σα,
Παρακ. τε-τέλε-κα,
Υπερσ. ἐ-τε-τελέ-κειν.
Παθ. τελέομαι –οῦμαι,
Παρατ. ἐτελεόμην –ούμην,
Παθ. μέλλ. τελεσ-θήσομαι,
Μέσ. Αόρ. ἐ-τελε-σάμην,
Παθ. Αόρ. ἐ-τελέσ-θην,
Παρακ. τε-ταέλεσ-μια,
Υπερσ. ἐ-τε-τελέσ-μην,
Ρημ. επιθ. ἀ-τέλεσ-τος, ἐπι-τελεσ-τέος.
Παράγ. τέλε-σις, τελε-τή κτλ.
Πλέω, πλεῖς, πλεῖ κτλ΄ (θ. πλεF- = πλευ-, πλε-),
Παρατ. ἔ-πλε-ον,
Μελλ. μέσ. ως ἐνεργ. πλεύ-σομαι και
δωρικὸς πλευ-σοῦμαι,
Αόρ. ἔ-πλευ-σα,
Παρακ. πέ-πλευ-κα,
Υπερσ. ἐ-πε-πλεύ-κειν.
Παθ. Παρακ. πέ-πλευσ-μαι.
Ρημ. επιθ.
πλευσ-τός, ἄ-πλευσ-τος, πλευσ-τέον
Πνέ-ω, πνεῖς, πνεῖ κτλ. (θ. πνεF- = πνευ- = πνε-),
Παρατ. ἔ-πνε-ον,
Μέλλ. Μέσ. ὥς ἐνεργ. πνεύ-σομαι και
δωρικὸς πνευσοῦμαι,
Αόρ. ἔ-πνευ-σα,
Παρακ. πέ-πνευ-κα.
Παράγ. πνευσ-τός, πνεῦ-μα κτλ.
Ρήμα πλέω.
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
Μέλλοντας
(μέσος με ενεργητική σημασία)
|
|
Οριστική
|
πλέω
πλεῖς
πλεῖ
πλέομεν
πλεῖτε
πλέουσι(ν)
|
ἔπλεον
ἔπλεις
ἔπλει
ἐπλέομεν
ἐπλεῖτε
ἔπλεον
|
πλεύσομαι ἤ πλευσοῦμαι
πλεύσῃ (-ει)
ἤ πλευσῇ (-εῖ)
πλεύσεται ἤ
πλευσεῖται
πλευσόμεθα ἤ
πλευσούμεθα
πλεύσεσθε ἤ πλευσεῖσθε
πλεύσονται ἤ
πλευσοῦνται
|
Υποτακτική
|
πλέω
πλέῃς
πλέῃ
πλέωμεν
πλέητε
πλέωσι(ν)
|
||
Ευκτική
|
πλέοιμι
πλέοις
πλέοι
πλέοιμεν
πλέοιτε
πλέοιεν
|
πλευσοίμην
πλεύσοιο ἤ
πλευσοῖο
πλεύσοιτο ἤ
πλευσοῖτο
πλευσοίμεθα
πλεύσοισθε ἤ
πλευσοῖσθε
πλεύσοιντο ἤ
πλευσοῖντο
|
|
Προστακτική
|
-
πλεῖ
πλείτω
-
πλεῖτε
πλεόντων
|
||
Απαρέμφατο
|
πλεῖν
|
πλεύσεσθαι ἤ πλευσεῖσθαι
|
|
Μετοχή
|
πλέων
πλέουσα
πλέον
|
πλευσόμενος ἤ πλευσούμενος
πλευσομένη ἤ
πλευσουμένη
πλευσόμενον ἤ
πλευσούμενον
|
Αόριστος
|
Παρακείμενος
|
Υπερσυντέλικος
|
Τετελεσμένος
μέλλοντας
|
|
Οριστική
|
ἔπλευσα
ἔπλευσας
ἔπλευσε(ν)
ἐπλεύσαμεν
ἐπλεύσατε
ἔπλευσαν
|
πέπλευκα
πέπλευκας
πέπλευκε(ν)
πεπλεύκαμεν
πεπλεύκατε
πεπλεύκασι(ν)
|
ἐπεπλεύκειν
ἐπεπλεύκεις
ἐπεπλεύκει
ἐπεπλεύκεμεν
ἐπεπλεύκετε
ἐεπλεύκεσαν
|
πεπλευκὼς ἔσομαι
πεπλευκὼς ἔσῃ (-ει)
πεπλευκὼς ἔσται
πεπλευκότες ἐσόμεθα
πεπλευκότες ἔσεσθε
πεπλευκότες ἔσονται
|
Υποτακτική
|
πλεύσω
πλεύσῃς
πλεύσῃ
πλεύσωμεν
πλεύσητε
πλεύσωσι(ν)
|
πεπλευκὼς ὦ
πεπλευκὼς ᾖς
πεπλευκὼς ᾖ
πεπλευκότες ὦμεν
πεπλευκότες
ἦτε
πεπλευκότες
ὦσι(ν)
|
||
Ευκτική
|
πλεύσαιμι
πλεύσαις
πλεύσαι
πλεύσαιμεν
πλεύσαιτε
πλεύσαιεν
|
πεπλευκὼς εἴην
πεπλευκὼς εἴης
πεπλευκὼς εἴη
πεπλευκότες εἶμεν
πεπλευκότες
εἶτε
πεπλευκότες
εἴησαν ἤ εἶεν
|
πεπλευκὼς ἐσοίμην
πεπλευκὼς ἔσοιο
πεπλευκὼς ἔσοιτο
πεπλευκότες ἐσοίμεθα
πεπλευκότες ἔσοισθε
πεπλευκότες ἔσοιντο
|
|
Προστακτική
|
-
πλεῦσον
πλευσάτω
-
πλεύσατε
πλευσάντων ἤ
πλευσάτωσαν
|
-
πεπλευκὼς ἴσθι
πεπλευκὼς ἔστω
-
πεπλευκότες ἔστε
πεπλευκότες
ἔστων
|
||
Απαρέμφατο
|
πλεῦσαι
|
πεπλευκέναι
|
πεπλευκὼς ἔσεσθαι
|
|
Μετοχή
|
πλεύσας
πλεύσασα
πλεῦσαν
|
πεπλευκὼς ἐσόμενος
πεπλευκυῖα ἐσομένη
πεπλευκὸς ἐσόμενον
|
πεπλευκὼς ἐσόμενος
πεπλευκυῖα ἐσομένη
πεπλευκὸς ἐσόμενον
|
Μέση καὶ παθητικὴ φωνή (μόνο σε ορισμένους χρόνους και
τύπους): πλέομαι.
Παρακείμενος
|
Παθητικός
μέλλοντας
|
Παθητικός
αόριστος
|
|
Οριστική
|
πέπλευσμαι
πέπλευσαι
πέπλευσται
πεπλεύσμεθα
πέπλευσθε
πεπλευσμένοι
εἰσί(ν)
|
πλευσθήσομαι
πλευσθήσῃ
πλευσθήσεται
πλευσθησόμεθα
πλευσθήσεσθε
πλευσθήσονται
|
ἐπλεύσθην
ἐπλεύσθης
ἐπλεύσθη
ἐπλεύσθημεν
ἐπλεύσθητε
ἐπλεύσθησαν
|
Μετοχή
|
πεπλευσμένος
πεπλευσμένη
πεπλευσμένον
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου