Τα φωνηεντόληκτα ρήματα με χρονικό χαρακτήρα α ή ε ή ο συναιρούν
το φωνήεν αυτό στον Ενεστώτα και τον Παρατατικό με το φωνήεν των καταλήξεων που
ακολουθεί και γι’ αυτό ονομάζονται συνηρημένα ( αλλά και περισπώμενα, γιατί ο συνηρημένος
τύπος τους στo α’ πρόσωπο της οριστικής Ενεστώτα
παίρνει περισπωμένη.)
Διαιρούνται σε τρείς τάξεις:
- α’ τάξη --> όσα λήγουν σε -άω (χαρακτήρας α): τιμάω-τιμῶ
- β’ τάξη --> όσα λήγουν σε -έω (χαρακτήρας ε): ποιέω-ποιῶ
- γ’ τάξη --> όσα λήγουν σε -όω (χαρακτήρας ο): δηλόω-δηλῶ
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΟΥ ΣΕ –ΑΩ (ΤΙΜΑ-Ω=ΤΙΜΩ΄ΘΕΜΑ: ΤΙΜΑ-)
Α’ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
|
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
οριστική
|
(τιμάω) τιμῶ
(τιμάεις)
τιμᾷς
(τιμάει) τιμᾷ
(τιμάομεν) τιμῶμεν
(τιμάετε) τιμᾶτε
(τιμάουσι) τιμῶσι(ν)
|
(ἐτίμαον) ἐτίμων
(ἐτίμαες) ἐτίμας
(ἐτίμαε) ἐτίμα
(ἐτιμάομεν) ἐτιμῶμεν
(ἐτιμἀετε) ἐτιμᾶτε
(ἐτίμαον) ἐτίμων
|
υποτακτική
|
(τιμάω) τιμῶ
(τιμάῃς) τιμᾷς
(τιμάῃ) τιμᾷ
(τιμάωμεν) τιμῶμεν
(τιμάητε) τιμᾶτε
(τιμάωσι) τιμῶσι(ν)
|
|
ευκτική
|
α’ τύπος ἐνικοῦ:
(τιμάοιμι) τιμῷμι
(τιμάοις) τιμῷς
(τιμάοι) τιμῷ
ἤ β’ τύπος ἐνικοῦ:
(τιμαοίην) τιμῴην
(τιμαοίης) τιμῴης
(τιμαοίη) τιμῴη
(τιμάοιμεν) τιμῷμεν
(τιμάοιτε) τιμῷτε
(τιμάοιεν) τιμῷεν
|
|
προστακτική
|
-
(τίμαε) τίμα
(τιμαέτω) τιμάτω
-
(τιμάετε) τιμᾶτε
(τιμαόντων) τιμώντων
ἤ (τιμαέτωσαν) τιμάτωσαν
|
|
απαρέμφατο
|
(τιμάειν) τιμᾶν
(ἀπὸ τὸ τιμά-εν)
|
|
μετοχή
|
(τιμάων) τιμῶν
(τιμάουσα) τιμῶσα
(τιμάον) τιμῶν
γενική:
(τιμάοντος) τιμῶντος
(τιμαούσης) τιμώσης
(τιμάοντος) τιμῶντος
|
|
Β’ ΜΕΣΗ ΦΩΝΗ
|
Ενεστώτας
|
Παρατατικός
|
οριστική
|
(τιμάομαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ ἤ -ει) τιμᾷ
(τιμάεται) τιμᾶται
(τιμαόμεθα) τιμώμεθα
(τιμάεσθε) τιμᾶσθε
(τιμάονται) τιμῶνται
|
(ἐτιμαόμην) ἐτιμώμην
(ἐτιμάου) ἐτιμῶ
(ἐτιμάετο) ἐτιμᾶτο
(ἐτιμαόμεθα) ἐτιμώμεθα
(ἐτιμάεσθε) ἐτιμᾶσθε
(ἐτιμάοντο) ἐτιμῶντο
|
υποτακτική
|
(τιμάωμαι) τιμῶμαι
(τιμάῃ) τιμᾷ
(τιμάηται) τιμᾶται
(τιμαώμεθα) τιμώμεθα
(τιμάησθε) τιμᾶσθε
(τιμάωνται) τιμῶνται
|
|
ευκτική
|
(τιμαοίμην) τιμῴμην
(τιμάοιο) τιμῷο
(τιμάοιτο) τιμῷτο
(τιμαοίμεθα) τιμῷμεθα
(τιμάοισθε) τιμῷσθε
(τιμάοισθον) τιμῷντο
|
|
προστακτική
|
-
(τιμάου) τιμῶ
(τιμαέσθω) τιμάσθω
-
(τιμάεσθε) τιμᾶσθε
(τιμαέσθων) τιμάσθων
ἤ (τιμαέσθωσαν) τιμάσθωσαν
|
|
απαρέμφατο
|
(τιμάεσθαι) τιμᾶσθαι
|
|
μετοχή
|
(τιμαόμενος) τιμώμενος
(τιμαομένη) τιμωμένη
(τιμαόμενον) τιμώμενον
|
|
Παρατηρήσεις
Στα συνηρημένα ρήματα της α’
τάξης (σε -άω) γίνονται οι
ακόλουθες συναιρέσεις
φωνηέντων:
- α + ε ή α + η = ᾶ: τίμαε = τίμα,
τιμάητε = τιμᾶτε΄
- α + ει ή α + ῃ
= ᾳ:
τιμάει = τιμᾷ, τιμάῃ = τιμᾷ΄
- α + ο ή α + ω ἤ α + ου
= ω:
τιμάομεν = τιμῶμεν, τιμάωσι = τιμῶσι, τιμάουσι = τιμῶσι΄
- α +οι = ῳ: τιμάοιμι = τιμῷμι.
Τα ρήματα ζῶ, πεινῶ,
διψῶ καὶ χρῶμαι(=μεταχειρίζομαι) έχουν χαρακτήρα η και όχι α ( ζή-ω,
πεινή-ω, διψή-ω, χρή-ομαι).
Κλίνονται στον Ενεστώτα και τον Παρατατικό κατά τα ρήματα σε -άω, έχουν όμως
η (ή ῃ), όπου τα ρήματα σε -άω έχουν ᾶ (ή ᾳ):
Το ρήμα ζῶ:
Οριστ. - Υποτ. ἐνεστ. (ζή-ω) ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶμεν, ζῆτε,
ζῶσι(ν).
Οριστ. Παρατ. (ἔ-ζη-ον) ἔζων,
ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων.
Ευκτ. Ενεστ. (ζη-οίην) ζῴην,
ζῴης, ζῴη, ζῷμεν, ζῷτε, ζῷεν.
Προστ. Ενεστ. μόνο β’ ἐν. (ζῆ-ε)
ζῆ και γ’ ἐν. (ζη-έτω) ζήτω.
Απρμφ. Ενεστ. (ζῆ-εν) ζῆν, Μτχ.
Ενεστ. (ζή-ων) ζῶν, ζῶσα, ζῶν.
Το ρήμα πεινῶ καὶ διψῶ:
Οριστ. - Υποτ. Ενεστ. (πεινή-ω)
πεινῶ, πεινῇς, πεινῇ κτλ.
Οριστ. Παρατ. (ἐ-πείνη-ον) ἐπείνων,
ἐπείνης, ἐπείνη κτλ.
Ευκτ. Ενεστ. (πεινη-οίην)
πεινῴην, πεινῴης, πεινῴη κτλ.
Προστ. Ενεστ. (πείνη-ε) πείνη,
πεινήτω, πεινῆτε, πεινώντων κτλ.
Απρμφ. Ενεστ. (πεινῆ-εν)
πεινῆν. Μτχ. Ενεστ. (πεινή-ων) πεινῶν, -ῶσα, -ῶν.
Έτσι και (διψή-ω) διψῶ, διψῇς,
διψῇ κτλ.
Το ρήμα χρῶμαι:
Οριστ. Ενεστ. (χρή-μαι) χρῶμαι,
χρῇ, χρῆται, χρώμεθα, χρῆσθε, χρῶνται.
Παρατ. (ἐ-χρη-όμην) ἐχρώμην,
ἐχρῶ, ἐχρῆτο, ἐχρώμεθα, ἐχρῆσθε, ἐχρώντο.
Υποτ. Ενεστ. (χρή-ωμαι) χρῶμαι,
χρῇ, χρῆται κτλ.
Ευκτ. Ενεστ. (χρη-οίμην) χρῴμην,
χρῷο, χρῷτο, χρῴμεθα, χρῷσθε, χρῷντο.
Προστ. Ενεστ. (χρή-ου) χρῶ,
χρήσθω, χρῆσθε, χρήσθων ή χρήσθωσαν.
Απρμφ. Ενεστ. (χρή-εσθαι) χρῆσθαι,
μτχ. (χρη-όμενος) χρώμενος κτλ.
ΟΙ ΑΛΛΟΙ
ΧΡΟΝΟΙ
Σχηματίζουν τους άλλους χρόνους αφού προστεθούν στο ρηματικό θέμα οι σχετικές καταλήξεις.
Στους χρόνους αυτούς ο βραχύχρονος
χαρακτήρας του θέματος εκτείνεται μπρόστά από το σύμφωνο των καταλήξεων:
Το α εκτείνεται
σε η:
τιμῶ (θ. τιμα-) τιμή-σω, ἐ-τίμη-σα,
τε-τίμη-κα, ἐ-τε-τιμή-κειν΄
τιμή-σομαι, ἐ-τιμη-σάμην, τιμη-θήσομαι, ἐ-τιμή-θην, τε-τίμη-μαι, ἐ-τε-τιμή-μην
(έτσι και στα παράγωγα: τιμη-τός, τιμη-τέος, τιμη-τής, τίμη-μα κτλ.).
ΠΙΝΑΚΑΣ
ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤΩΝ ΣΥΝΗΡΗΜΕΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΝ ΜΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ Ή
ΙΔΙΟΜΟΡΦΙΕΣ
- Τα συνηρημένα ρήματα σε -άω που μπροστά από τον
χαρακτήρα έχουν τον φθόγγο ε ή ι ή ῥ εκτείνουν τον χαρακτήρα
α
(βραχύχρονο) σε α
(μακρόχρονο) (και όχι σε η) μπροστά από το σύμφωνο
των καταλήξεων.
- Μερικά διατηρούν τον βραχύχρονο
χαρακτήρα α
σε όλους τους χρόνους ή σε ορισμένους απ’ αυτούς.
- Μερικά διατηρούν ή εκτείνουν
τον βραχύχρονο χαρακτήρα, αλλά συγχρόνως παίρνουν και τον φθόγγο - σ - στο
τέλος του θέματος σε ορισμένους χρόνους.
Έτσι τα ρήματα αυτά
σχηματίζουν τους χρόνους ως εξής:
- Εκτείνουν τον χαρακτήρα α (βραχύχρονο) σε α (μακρόχρονο) (με
φθόγγο ε
ή ι
ή ρ
απὸ τον χαρακτήρα)
Αἰτιά-ομαι = -ῶμαι (=κατηγορώ),
(θ. αἰτια-),
Παρατ. ᾐτιαόμην -ώμην,
Μεσ. Μέλλ. αἰτιά-σομαι,
Μεσ. Αόρ. ᾐτια-σάμην,
(Παθ. Μελλ. αἰτια-θήσομαι,
μεταγενέστερο),
Παθ. Αόρ. ᾐτιά-θην,
Παρακ. ᾐτία-μαι,
Υπερσ. ᾐτιά-μην,
Ρημ. Επίθ. αἰτια-τέος.
(ἀπο)δειλιά-ω = -ῶ (=είμαι
δειλός, δεν τολμώ), (θ. δειλια),
Παρατ. ἀπ-ε-δειλίαον –ων,
Μελλ. ἀπο-δειλιά-σω,
Αόρ. ἀπ-ε-δειλία-σα,
Παρακ. ἀπο-δε-δειλία-κα,
Ρημ. Επίθ. ἀπο-δειλια-τέον.
ἐά-ω = ἐῶ (=αφήνω),
(θ. ἐα),
Παρατ. εἰᾶον –ων,
Μελλ. ἐά-σω, Αόρ. εἴα-σα,
Παρακ. εἴα-κα,
Παθ. ἐάομαι –ῶμαι,
Παρατ. δεν έχει,
Μέσ. Μέλλ. ως παθ. ἐά-σομαι,
Παθ. Αόρ. εἰά-θην,
Παρακ. εἴα-μαι,
Ρημ. Επίθ. ἐα-τέος.
Θηρά-ω = -ῶ (=κυνηγώ),
(θ. θηρα-),
Παρατ. ἐ-θηράον-ων,
Μελλ. θη-ράσω,
Αόρ. ἐ-θήρα-σα,
Παρακ. τε-θήρα-κα,
Υπερσ. ἐ-τε-θηρά-κειν,
Μέσ. και Παθ. θηράομαι -ῶμαι΄
Ρημ. Επίθ. θηρα-τός, θηρα-τέος,
Παράγωγα, θηρα-τής, θήρα-μα
κτλ.
ἰά-ομαι – ἰῶμαι (=γιατρεύω),
(θ. ἰα-),
Παρατ. ἰαόμην -ώμην,
Μέσ. Μέλλ. ἰά-σομαι,
Μέσ. Αόρ. ἰα-σάμην,
Παθ. Αόρ. μὲ παθ. διάθ. ἰά-θην,
Ρημ. Επίθ. ἰα-τός, ἰα-τέος,
Παράγωγα ἴα-σις, ἴαμα, ἰα-τρός
κτλ.
- Ρήματα που διατηρούν το βραχύχρονο χαρακτήρα α και έχουν σ μπροστά από το θ, μ,
τ.
Γελά-ω = -ῶ (αρχικό θ.
γελασ- Ενεστ. γελάσ-ω = γελάω-ῶ),
Παρατ. ἐγέλαον –ων,
Μέσ. μέλλ. ως Ενεργ. γελά-σομαι,
Αόρ. ἐ-γέλα-σα,
Παθ. (κατα)γελάομαι -ῶμαι,
Αόρ. ἐ-γελάσ-θην,
Παρακ. γε-γέ-λασ-μαι,
Ρημ. Επίθ. κατα-γέλασ-τος.
Σπά-ω = σπῶ (αρχικό θ.
σπασ-),
Παρατ. ἔσπαον –ων,
Μέλλ. σπάσω,
Αόρ. ἔ-σπα-σα,
Παθ. σπάομαι -ῶμαι,
Παρατ. ἐ-σπαόμην -ώμην,
Μέσ. Μέλλ. σπά-σομαι,
Μέσ. Αόρ. ἐ-σπα-σάμην,
Παρακ. ἔ-σπασ-μαι,
Ρημ. Επίθ. ἀνά-σπασ-τος, ἀ-διά-σπασ-τος
κτλ.
Χαλά-ω = ῶ
(=χαλαρώνω), (ἀρχικὸ θ. χαλασ-),
Παρατ. ἐχάλαον –ων,
Αόρ. ἐ-χάλα-σα,
Παθ. χαλάομαι -ῶμαι,
Παθ. Αόρ. ἐ-χαλάσ-θην.
- Ρήματα που έχουν μακρόχρονο χαρακτήρα α και παίρνουν σ μόνο μπροστά από
το θ
καὶ τ.
Δρά-ω = δρῶ (=κάνω, ενεργώ),
(θ. δρα- και απὸ αναλογὶα δρασ-),
Παρατ. ἔδραον –ων,
Μέλλ. δρά-σω,
Αόρ. ἔ-δρα-σα,
Παρακ. δέ-δρα-κα.
Παθ. δράομαι -ῶμαι, ἐδραόμην
-ώμην,
Αόρ. ἐ-δρά-σ-θην,
Παρακ. δέ-δρα-μαι,
Ρημ. Επίθ. δρα-σ-τέον,
Παράγωγα δρᾶμα, δρᾶ-σις, δρά-σ-της
κτλ.