ΕΝΟΤΗΤΑ
12
1.ΚΕΙΜΕΝΟ
Εἰ
δέ τίς με ἔροιτο εἰ καὶ νῦν ἔτι μοι
δοκοῦσιν οἱ Λυκούργου νόμοι ἀκίνητοι
διαμένειν,
τοῦτο μὰ Δία οὐκ ἂν ἔτι θρασέως
εἴποιμι. Οἶδα γὰρ πρότερον μὲν
Λακεδαιμονίους
αἱρουμένους οἴκοι τὰ μέτρια ἔχοντας
ἀλλήλοις συνεῖναι
μᾶλλον ἢ ἁρμόζοντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ κολακευομένους διαφθείρεσθαι. Καὶ
πρόσθεν
μὲν οἶδα αὐτοὺς φοβουμένους χρυσίον
ἔχοντας φαίνεσθαι· νῦν δ’ ἔστιν οὓς
καὶ
καλλωπιζομένους
ἐπὶ τῷ κεκτῆσθαι.
ΞΕΝ
ΛακΠολ 14.1–14.72.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
ερωτωμαι
+ πλάγια ερωτημ. =ρωτώ
ἀκίνητος:
αμετάβλητος, σταθερός
αἱρουμαι
+ τελικό απαρ. = προτιμώ
ἁρμόζω
: τακτοποιώ, είμαι αρμοστής
καλλωπίζομαι
= περηφανεύομαι, επιδεικνύομαι
3.
Παρατηρήσεις
1.Να
γραφεί η μετάφραση του κειμένου:
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ
ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΗ
ΜΕΤΟΧΗ
Με
κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται
στο υποκείμενό
τους συντάσσονται συνήθως οι κατηγορίες
ρημάτων που παρατίθενται παρακάτω.
Σχετικά με τα εν λόγω ρήματα είναι
χρήσιμο να σημειωθούν τα εξής:
Μερικά
από τα ρήματα αυτά, όπως π.χ. το τυγχάνω,
λανθάνω, διατελῶ
κ.ά. έχουν
αποδυναμωθεί
στη σύναψή τους με κατηγορηματική μετοχή
σε τέτοιο βαθμό, ώστε να εκφράζουν
μόνο το δευτερεύον νόημα της πρότασης,
ενώ το
κύριο
να δηλώνεται
με τη μετοχή.
Στις περιπτώσεις αυτές η κατηγορηματική
μετοχή αποδίδεται με ρήμα και το ρήμα
με επίρρημα ή επιρρηματική φράση. Για
τον λόγο αυτό μερικοί θεωρητικοί στις
περιπτώσεις εκείνες, όπου η κατηγορηματική
μετοχή που συντάσσεται με αυτά τα ρήματα
ενέχει τη θέση κατηγορουμένου, κάνουν
λόγο για τη μετοχή αυτή ως "κατ'
επίφαση" ή "φαινομενικό κατηγορούμενο".
Μερικές φορές μάλιστα ρήματα όπως το
τυγχάνω
(πρβ. αμέσως παρακάτω τα παραδείγματα
από το ΠΛ
Γοργ 469b
και ΠΛ
Φαιδ 72e)
χάνουν εντελώς τη σημασία τους.
Εκτός
από τα εἰμί,
γίγνομαι, ὑπάρχω,
που αναφέρθηκαν προηγουμένως, με
κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται
στο υποκείμενο συντάσσονται τα
ρήματα που σημαίνουν ένα ειδικότερα
προσδιορισμένο είναι ή έναν ορισμένο
τρόπο ύπαρξης,
όπως π.χ. το τυγχάνω
(= "είμαι τυχαία, κατά τύχη") λανθάνω
(= "είμαι στα κρυφά", "υπάρχω με
τρόπο κρυφό, χωρίς να φαίνομαι, απαρατήρητα,
χωρίς επίγνωση"), δῆλος
και φανερός
εἰμι, φαίνομαι,
(= "είμαι, υπάρχω με τρόπο φανερό",
"φαίνομαι", "αποδεικνύομαι"),
διάγω,
διατελῶ, διαγίγνομαι
(= "είμαι ή υπάρχω αδιάλειπτα με έναν
ορισμένο τρόπο", "βρίσκομαι διαρκώς
σε κάτι"), οἴχομαι
(= "έχω φύγει", "είμαι φευγάτος"),
φθάνω
(= "έρχομαι πρωτύτερα", "προλαβαίνω")
κτό.:
- ΠΛ Φαιδ 72eἡ μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἢ ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα || η μάθηση δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανάμνηση.
- ΠΛ Γοργ 471b ἕν τι συνιστάντες λανθάνωσιν κακὸν μέγα ἐν τῇ αὑτῶν ψυχῇ || προκαλούν μέσα στην ψυχή τους χωρίς να το καταλάβουν ένα μεγάλο κακό [ή: προκαλούν ανεπίγνωστα ένα μεγάλο κακό].
- ΕΠΙΚ απ. 551 λάθε βιώσας να ζεις στην αφάνεια.
Τα
ρήματα που δηλώνουν μια ψυχική
(συγ)κίνηση ή κατάσταση
(πάθος, συναίσθημα ή διάθεση), όπως χαίρω,
ἥδομαι, αἰσχύνομαι, ἀγανακτῶ, ὀργίζομαι,
μεταμέλομαι, χαλεπῶς, ῥᾳδίως φέρειν,
κτό. (ρήματα ψυχικού πάθους). Και σε αυτή
την κατηγορία ρημάτων, όπως άλλωστε και
στην προηγούμενη αλλά και στις επόμενες,
η κατηγορηματική μετοχή ενδέχεται να
είναι ο φορέας του κύριου νοήματος της
πρότασης και να αποδίδεται για τον λόγο
αυτό με ρήμα, ενώ το ρήμα να έχει μια
δευτερεύουσα νοηματική λειτουργία και
να μεταφράζεται με επίρρημα ή επιρρηματική
φράση:
- ΠΛ Πολ 328d χαίρω διαλεγόμενος τοῖς σφόδρα πρεσβύταις || χαίρομαι να συζητώ με τους πολύ ηλικιωμένους [ή: συζητώ με χαρά κ.λπ.]
- ΘΟΥΚ 2.65.2 ἐλυποῦντο οἱ δυνατοὶ καλὰ κτήματα ἀπολωλεκότες, τὸ δὲ μέγιστον, πόλεμον ἀντ' εἰρήνης ἔχοντες || δυσφορούσαν οι πλούσιοι επειδή είχαν χάσει ωραία ακίνητα, και το χειρότερο, επειδή είχανε πόλεμο αντί για ειρήνη.
- ΣΟΦ Φιλ 86 οὓς ἂν τῶν λόγων ἀλγῶ κλύων || τα λόγια που πονώ ακούγοντάς τα [ή: που τα ακούω με πόνο].
Τα
ρήματα που σημαίνουν "ευεργετώ"
ή "αδικοπραγώ", "πετυχαίνω",
"παραλείπω", "υπερέχω", "υστερώ"
ή "αστοχώ",
όπως π.χ. εὖ
ποιῶ, εὐτυχῶ, ἀδικῶ, νικῶ, κρατῶ,
ἡττῶμαι, ἁμαρτάνω, λείπομαι, χαρίζομαι,
κτό.:
- ΗΡΟΔ 5.24 εὖ ἐποίησας ἀπικόμενος || έκανες καλά που ήρθες [ή: καλώς ήρθες].
- ΠΛ Πολ 338a ἐμοὶ χαρίζου ἀποκρινόμενος || κάνε μου τη χάρη να απαντήσεις [ή: απάντησε για χάρη μου].
- ΠΛ Φαιδ 60c εὖ ἐποίησας ἀναμνήσας με || καλά έκανες και μου το θύμησες [ή: καλά και μου το θύμησες].
Τα
ρήματα που σημαίνουν "αρχίζω"
και "παύω", "αντέχω", "κουράζομαι",
όπως τα ἄρχομαι
(ὑπάρχω, κατάρχω), παύω, λήγω, ἀνέχομαι,
καρτερῶ, ὑπομένω, κάμνω, ἀπεῖπον,
ἀπείρηκα
κτό. συντάσσονται επίσης με κατηγορηματική
μετοχή:
- ΗΡΟΔ 7.8 οἵ γε ἐμὲ καὶ πατέρα τὸν ἐμὸν ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῦντες || αυτοί ξεκίνησαν πρώτοι να κάνουν κακό σε μένα και τον πατέρα μου [ή: αυτοί έκαναν πρώτα κακό κ.λπ.].
- ΠΛ Γοργ 523c παύσωτοῦτο γιγνόμενον || θα σταματήσω αυτό που γίνεται.
- ΠΛ Γοργ 470c μὴ κάμῃς φίλον ἄνδρα εὐργετῶν || μη κουραστείς να ευεργετείς έναν φίλο σου.
Μερικά
από τα ρήματα των προηγουμένων κατηγοριών
ενδέχεται να παρουσιάζουν διπλή
σύνταξη,
να συντάσσονται δηλαδή και με απαρέμφατο,
έχοντας όμως στην περίπτωση αυτή μια
διαφορετική σημασία. Η κατηγορηματική
μετοχή δηλώνει συνήθως το πραγματικό,
αυτό που δίδεται στην εποπτεία, το
χειροπιαστό, ενώ το απαρέμφατο την
αφηρημένη ρηματική σημασία ή και απλώς
το εικαζόμενο, το νοητό, το δυνατό και
ενδεχόμενο. Η νοηματική αυτή διαφορά
θα μπορούσε να περιγραφεί και ως εξής:
Η μετοχή έχει μια χροιά αντικειμενικότητας,
ενώ το απαρέμφατο κινείται στη διάσταση
του υποκειμενικού. Τέτοια ρήματα είναι
π.χ. τα εξής:
Το
φαίνομαι:
• με
μετοχή
σημαίνει "φανερώνομαι", "είμαι
φανερός", "αποδεικνύομαι", "είναι
φανερό ότι",
• με
απαρέμφατο
σημαίνει "δίνω την εντύπωση",
"φαίνομαι πως, σαν να…", χωρίς όμως,
ενδεχομένως, αυτό που φαίνεται να
συμβαίνει και στην πραγματικότητα:
- ΠΛ Φαιδ 114d ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα || η ψυχή είναι φανερό [αποδεικνύεται] πως είναι κάτι αθάνατο.
- ΠΛ Μεν 71d Μένων, τί φῂς ἀρετὴν εἶναι; εἶπον καὶ μὴ φθονήσῃς, ἵνα εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος ὦ, ἂν φανῇς σὺ εἰδὼς καὶ Γοργίας || Μένωνα τι θεωρείς ότι είναι η αρετή; Πές το ανεπιφύλακτα για να πιαστώ εγώ να λέω το πιο ωραίο ψέμμα, εφόσον αποδειχθεί ότι εσύ και ο Γοργίας έχετε πραγματική γνώση.
- ΠΛ Ευθυφρ 12eκαὶ καλῶς γέ μοι, ὦ Εὐθύφρων, φαίνῃ λέγειν || και εμένα, Ευθύφρονα, μου φαίνεσαι να [ή: μου δίνεις την εντύπωση ότι] μιλάς σωστά.
Το
αἰσχύνομαι
και το αἰδοῦμαι:
• με
μετοχή
έχουν τη σημασία "ντρέπομαι που κάνω
κάτι", "κάνω κάτι με ντροπή",
• με
απαρέμφατο
σημαίνουν "ντρέπομαι να κάνω κάτι",
"δεν κάνω κάτι από ντροπή":
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.1.21 καὶ τοῦτο μὲν [τὸ ἀποδιδόναι χάριν μήπω με δύνασθαι] οὐκ αἰσχύνομαι λέγων∙ τὸ δ' ἐὰν μένητε παρ' ἐμοί, ἀποδώσω, εὖ ἴστε, αἰσχυνοίμην ἂν εἰπεῖν || και αυτό [το ότι δεν μπορώ ακόμη να σας αποδώσω τη χάρη που αξίζετε] δεν ντρέπομαι να το ομολογώ∙θα ντρεπόμουν όμως να πω, να το ξέρετε καλά, ότι θα σας αποδώσω τη χάρη που σας αξίζει αν μείνετε μαζί μου.
- ΟΜ Οδ 8.86 αἴδετο γὰρ [Ὄδυσσεύς] Φαίηκας ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λείβων ντρεπόταν [ο Οδυσσέας] τους Φαίακες που βούρκωσαν τα μάτια του και έτρεχαν τα δάκρυα.
- ΟΜ Οδ 6.221-222 αἰδέομαι γὰρ γυμνοῦσθαι κούρῃσιν ἐϋπλοκάμοισι μετελθών || γιατί ντρέπομαι να ξεγυμνωθώ μπροστά σε καλλιπλόκαμες κοπέλλες.
Το
ἀνέχομαι
και το ὑπομένω:
• με
μετοχή
έχουν τη σημασία "αντέχω", "υπομένω",
• με
απαρέμφατο
σημαίνουν "τολμώ":
- ΗΡΟΔ 8.26 οὔτε ἠνέσχετο σιγῶν || δεν μπόρεσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό.
- ΠΛ Γοργ 505c οὗτος ὁ ἀνὴρ οὐχ ὑπομένει ὠφελούμενος || αυτός ο άνθρωπος δεν αντέχει να ωφελείται.
- ΔΗΜ 18.204 τὴν χώραν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν || τόλμησαν να εγκαταλείψουν την πόλη.
Το
ἄρχομαι:
• με
μετοχή
έχει τη σημασία "βρίσκομαι στη αρχή
μιας ενέργειας σε αντίθεση προς το τέλος
ή τη μέση της". Με μετοχή συντάσσεται
το ἄρχομαι
και όταν πρόκειται να δηλωθεί ο τρόπος
με τον οποίον αρχίζει μια ενέργεια,
• με
απαρέμφατο
σημαίνει "αρχίζω", "ξεκινάω να
κάνω κάτι":
- ΗΡΟΔ 4.119 ἢν μέντοι ἐπίῃ καὶ ἐπὶ τὴν ἡμετέρην ἄρξῃ τε ἀδικέων || αν όμως βαδίσει [ο Πέρσης] και εναντίον της χώρας μας και μας κάνει πρώτος κακό.
- ΠΛ Μενεξ 237a πόθεν ἂν ὀρθῶς ἀρξαίμεθα ἄνδρας ἀγαθοὺς ἐπαινοῦντες; || από πού είναι ορθό να αρχίσω να επαινώ τους γενναίους άνδρες;
- ΔΗΜ 19.333 τί οὖν λέγω καὶ πόθεν ἄρχομαι κατηγορεῖν; || τι να πω λοιπόν και από που να ξεκινήσω το κατηγορητήριο;
Με
κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται
πότε στο αντικείμενο και πότε στο
υποκείμενό τους συντάσσονται συνήθως
οι ακόλουθες κατηγορίες ρημάτων:
Τα
αισθητικά
ρήματα, εκείνα δηλαδή που δηλώνουν
αισθητηριακή ή νοητική αντίληψη, γνώση
εν γένει, καθώς και όσα δηλώνουν μάθηση,
μνήμη, και λήθη, όπως το αἰσθάνομαι,
ὁρῶ, ἀκούω, περιορῶ
[= "παραβλέπω", "ανέχομαι",
"επιτρέπω"], γιγνώσκω,
ἐπίσταμαι, μανθάνω, οἶδα, πυνθάνομαι,
εὑρίσκω, λαμβάνω, καταλαμβάνω, μέμνημαι,
ἐπιλανθάνεσθαι,
κτό.:
• Η
κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται στο
υποκείμενο:
- ΕΥΡ Μηδ 26 πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ' ἠδικημένη || κατάλαβε πως ο άνδρας της την αδικούσε.
- ΘΟΥΚ 1.32.5 ἡμεῖς ἀδύνατοι ὁρῶμεν ὄντες τῇ οἰκείᾳ μόνον δυνάμει περιγενέσθαι || εμείς βλέπουμε πως δεν είμαστε σε θέση να υπερισχύσουμε μόνο με τις δικές μας δυνάμεις.
- ΔΗΜ 19.332 Χάρης εὕρηται πιστῶς καὶ εὐνοϊκῶς πράττων ὑπὲρ ὑμῶν || ο Χάρης βρέθηκε να ενεργεί νόμιμα και προς το συμφέρον σας.
• Η
κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται στο
αντικείμενο:
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.4.16 Κῦρος ᾔσθετο διαβεβηκότας [τὸν Εὐφράτην], ἥσθη || ο Κύρος μόλις έμαθε ότι είχαν διαβεί τον Ευφράτη χάρηκε.
- ΠΛ Πολ 389d ἂν ἄρ' ἄλλον τινὰ λαμβάνῃ ψευδόμενον || αν πιάσεις κάποιον άλλον να λέει ψέματα.
- ΠΛ Χαρμ 156a μέμνημαι δὲ ἔγωγε καὶ παῖς ὢν Κριτίᾳ τῷδε συνόντα σε || σε θυμάμαι από την εποχή που ήμουν παιδί ακόμη να συναντιέσαι με τον Κριτία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Μερικές φορές φαίνεται να παραλείπεται
στη σύνταξη αυτών των ρημάτων μια μετοχή
του ρήματος εἰμί:
- ΘΟΥΚ 2.45.1 παισὶ δ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγα τὸν ἀγῶνα [προσθ.: ἐσόμενον] || για τα παιδιά και τους νεώτερους αδελφούς αυτών εδώ βλέπω ότι ο αγώνας θα είναι μεγάλος.
- ΞΕΝ Απομν 2.3.14 μὴ αἰσχρὸςφανῇς [προσθ.:ὤν] || μήπως φανείς προσβλητικός.
- ΔΗΜ 4.41 ἂν ἐν Χερρονήσῳ πύθησθε Φίλιππον [προσθ.: ὄντα] || αν μάθατε ότι ο Φίλιππος βρισκόταν στην Χερσόνησο.
Μερικά
ρήματα αυτής της κατηγορίας παρουσιάζουν
ιδιαιτερότητες στη σύνταξή τους, έτσι:
Το
ἀκούω,
το αἰσθάνομαι
και
το πυνθάνομαι
συντάσσονται
με τους ακόλουθους τρόπους, οι οποίοι
συνεπάγονται και σημασιολογικές
διαφοροποιήσεις:
• με
γενική και κατηγορηματική μετοχή όταν
πρόκειται να δηλωθεί άμεση αντίληψη,
όταν υπάρχει δηλαδή αυτηκοΐα
(ἀκούω),
ή άμεση αισθητηριακή αντίληψη (αἰσθάνομαι),
• με
αιτιατική και κατηγορηματική μετοχή
όταν πρόκειται να δηλωθεί έμμεση αντίληψη
ενός πραγματικού γεγονότος, δηλαδή
άκουσμα ή πληροφορία από άλλους (ἀκούω,
πυνθάνομαι,
το οποίο έχει την ίδια σημασία και με
γενική), ή νοητική αντίληψη, εννόηση και
κατανόηση (αἰσθάνομαι),
• με
αιτιατική και ειδικό απαρέμφατο όταν
πρόκειται για την αντίληψη ενός αβέβαιου
γεγονότος ή κάποιας φήμης (ἀκούω,
πυνθάνομαι),
ή για εικασία και υπόθεση (αἰσθάνομαι):
- ΠΛ Συμπ 194d ἐγὼ ἡδέως ἀκούω Σωκράτους διαλεγομένου || εγώ ακούω [με τα ίδια μου τα αυτιά] ευχάριστα τον Σωκράτη να συζητεί.
- ΞΕΝ Ελλ 4.2.19 τέως μὲν οἱ Λακεδαιμόνιοι οὐκ ᾐσθάνοντο προσιόντων τῶν πολεμίων || για μερικές στιγμές οι Λακεδαιμόνιοι δεν αντιλήφθηκαν ότι πλησίαζαν οι εχθροί.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.4.5 ἤκουσε Κῦρον ἐν Κιλικίᾳ ὄντα || άκουσε [από άλλους το πραγματικό γεγονός] ότι ο Κύρος βρισκόταν στην Κιλικία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η κατηγορηματική μετοχή που συνοδεύει
τη σύναψη σύνοιδα
ἐμαυτῷ
(κυρίως στον Ηρόδοτο και συγγιγνώσκω
ἐμαυτῷ)
= "έχω, αποκτώ αυτοσυνείδηση, αυτεπίγνωση
ότι, συνειδητοποιώ σε σχέση προς τον
εαυτό μου ότι" μπορεί να συμφωνεί
είτε με το υποκείμενο του ρήματος είτε
με την αυτοπαθητική αντωνυμία, μπορεί
δηλαδή νά εκφέρεται είτε σε ονομαστική
είτε σε δοτική:
- ΠΛ Απολ 21b ἐγὼ οὔτε μέγα οὔτε σμικρὸν σύνοιδα ἐμαυτῷ σοφὸς ὤν || εγώ δεν έχω την παραμικρή συνείδηση [σε σχέση προς τον εαυτό μου] ότι είμαι σοφός, ούτε πολύ ούτε λίγο.
- ΠΛ Απολ 21d ἐμαυτῷ συνῄδη οὐδὲν ἐπισταμένῳ || έγώ είχα συνείδηση [του εαυτού μου] ότι δεν ήξερα τίποτα.
- ΛΥΣ 9.11 συνέγνωσαν αὐτοὶ σφίσιν ὡς ἠδικηκότες || συνειδητοποίησαν [σε σχέση προς τον εαυτό τους] ότι είχαν διαπράξει αδίκημα.
Όταν
ωστόσο τη γνώση που έχει το υποκείμενο
δεν την μοιράζεται με τον εαυτό του αλλά
με κάποιον άλλον, όταν δηλαδή το ρήμα
συνειδέναι
έχει αντικείμενο άλλο όνομα και όχι την
αυτοπαθητική αντωνυμία, έτσι ώστε
σύνοιδά
τινι
σημαίνει "γνωρίζω μαζί με κάποιον
άλλον" και κατά προέκταση "γνωρίζω
τόσο όσο και αυτός, γνωρίζω καλά",
τότε η μετοχή εκφέρεται μαζί με το
αντικείμενο σε δοτική:
- ΠΛ Απολ 34b [μιλά ο Σωκράτης] συνίσασι [οἱ ἀδιάφθαρτοι] Μελήτῳ μὲν ψευδόμένῳ, ἐμοὶ δὲ ἀληθεύοντι || γνωρίζουν [εκείνοι που δεν έχει βλάψει ο Σωκράτης] μαζί με τον Μέλητο [δηλ. γνωρίζουν τόσο καλά όσο και ο Μέλητος] ότι αυτός λέει ψέμματα, και γνωρίζουν μαζί με μένα [και τόσο καλά όσο εγώ] ότι εγώ λέω την αλήθεια.
- ΙΣΟΚΡ 7.50 σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσιν ταύτῃ τῇ καταστάσει || γνωρίζω μαζί με τους περισσότερους από αυτούς [και επομένως γνωρίζω τόσο καλά όσο και αυτοί] ότι ελάχιστα τους ευχαριστεί τούτη η κατάσταση της πόλης.
Με
κατηγορηματική μετοχή που αναφέρεται
πότε στο υποκείμενο και πότε στο
αντικείμενο συντάσσονται επίσης τα
δηλωτικά
ρήματα, καθώς και εκείνα που σημαίνουν
αναγγελία
και έλεγχο
και από την ενέργεια των οποίων προκύπτει
μια αισθητηριακή ή νοητική αντίληψη.
Τέτοια ρήματα είναι το δείκνυμι,
δηλῶ, δῆλον ποιῶ, φαίνω, ἀποφαίνω,
φανερὸν ποιῶ, ἀγγέλλω, ἐλέγχω
κτό.:
• Η
κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται στο
υποκείμενο:
- ΣΟΦ Αντ 20 δηλοῖς γάρ τι καλχαίνουσ' ἔπος || δείχνεις πως κάποιος λόγος σκοτεινιάζει τον νου σου.
- ΔΗΜ 2.8 πάνθ' εἵνεχ' ἑαυτοῦ ποιῶν ἐξελήλεγκται [Φίλιππος] || επειδή είναι αποδεδειγμένο ότι τα κάνει όλα για το δικό του το συμφέρον.
- ΔΗΜ 21.160 εἰ δὲ δειλίας καὶ ἀνανδρίας εἵνεκα δειχθήσεται τοῦτο πεποιηκώς || αν αποδειχθεί ότι το έκανε αυτό από δειλία και ανανδρία.
• Η
κατηγορηματική μετοχή αναφέρεται στο
αντικείμενο:
- ΔΗΜ 29.5 ἐπιδείξω τοῦτον οὐ μόνον ὡμολογηκότα εἶναι τὸν Μιλύαν ἐλεύθερον, ἀλλὰ καὶ φανερὸν τοῦτ' ἔργῳ πεποιηκότα, καὶ πρὸς τούτοις ἐκ βασάνου περὶ αὐτῶν πεφευγότα τοῦτον τοὺς ἀκριβεστάτους ἐλέγχους, καὶ οὐκ ἐθελήσαντ' ἐκ τούτων ἐπιδεῖξαι τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ πανουργοῦντα καὶ μάρτυρας ψευδεῖς παρεχόμενον καὶ διακλέπτοντα τοῖς αὐτοῦ λόγοις τὴν ἀλήθειαν τῶν πεπραγμένων || θα αποδείξω ότι αυτός [ο Άφοβος] όχι μόνο αναγνώρισε ότι ο Μιλύας είναι ένας ελεύθερος άνδρας, αλλά ότι και το επιβεβαίωσε αυτό και με πράξεις∙επιπλέον θα αποδείξω ότι αυτός απέφυγε τον βασανισμό ενός δούλου για τον ακριβή έλεγχο αυτής της υπόθεσης, και ότι δεν επιθυμούσε να λάμψει με αυτόν τον τρόπο η αλήθεια, αλλά ότι επινοούσε, αντ'αυτού, τεχνάσματα και επιστράτευε ψευδομάρτυρες και ότι παραποιούσε την αλήθεια των όσων συνέβησαν με τους ίδιους του τους λόγους.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.19 αὐτῷ [=τῷ βασιλεῖ] Κῦρον ἐπιστρατεύοντα πρῶτος ἤγγειλα || εγώ ανάγγειλα πρώτος στο βασιλιά ότι ο Κύρος σχεδίαζε να εκστρατεύσει εναντίον του.
- ΞΕΝ Απομν 4.8.11 ἱκανὸς [Σωκράτης] δὲ καὶ ἄλλως δοκιμάσαι τε καὶ ἁμαρτάνοντα ἐλέγξαι || ο Σωκράτης ήταν ικανός να δοκιμάσει και με άλλον τρόπο και να αποκαλύψει αυτούς που έκαναν σφάλματα.
Σε
αυτή την κατηγορία ανήκει και το ρήμα
ποιῶ
= "πλάθω", "παριστάνω" ή
"παρουσιάζω ποιητικά",
π.χ.:
- ΠΛ Συμπ 174c ἄκλητον ἐποίησεν [Ὅμηρος] ἐλθόντα τὸν Μενέλεων ἐπὶ τὴν θοίνην || ο Όμηρος παριστάνει τον Μενέλαο να έρχεται απρόσκλητος στο συμπόσιο.
- ΙΣΟΚΡ 9.9 τοῖς μὲν γὰρ ποιηταῖς πολλοὶ δέδονται κόσμοι· πλησιάζοντας τοὺς θεοὺς τοῖς ἀνθρώποις οἷόν τ' αὐτοῖς ποιῆσαι καὶ διαλεγομένους καὶ συναγωνιζομένους οἷς ἂν βουληθῶσι || γιατί οι ποιητές έχουν στη διάθεσή τους πολλούς τρόπους να στολίσουν το λόγο τους: μπορούν να παραστήσουν τους θεούς να πλησιάζουν τους ανθρώπους, να συζητούν και να ανταγωνίζονται σε ό,τι και αν θελήσουν.
Και
για ορισμένα από τα ρήματα των προηγουμένων
κατηγοριών ισχύει ό,τι αναφέρθηκε και
πριν, ότι δηλαδή ενδέχεται να συντάσσονται
και με απαρέμφατο, έχοντας όμως στην
περίπτωση αυτή μια διαφορετική σημασία.
Έτσι:
Το
γιγνώσκω:
• με
μετοχή
σημαίνει "γνωρίζω ότι", "αναγνωρίζω",
"κατανοώ",
• με
απαρέμφατο
σημαίνει "κρίνω", "αποφασίζω":
- ΣΟΦ Αι 807 ἔγνωκα γὰρ δὴ φωτὸς ἠπατημένη || γιατί τώρα βέβαια αναγνωρίζω ότι αυτός ο άνδρας με εξαπάτησε [ή: ότι εξαπατήθηκα από αυτόν τον άνδρα].
- ΘΟΥΚ 1.25.1 γνόντες οἱ Ἐπιδάμνιοι οὐδεμίαν σφίσιν ἀπὸ Κερκύρας τιμωρίαν οὖσαν όταν οι Επιδάμνιοι κατάλαβαν ότι δεν είχαν να προσμένουν καμιά βοήθεια από την πλευρά της Κέρκυρας.
- ΗΡΟΔ 1.74 Ἀλυάττεα γὰρ ἔγνωσαν δοῦναι τὴν θυγατέρα Ἀρύηνιν Ἀστυάγεϊ τῷ Κυαξάρεω παιδί || αποφάσισαν δηλαδή ο Αλυάτης να δώσει την θυγατέρα του Αρυήνη νύφη στον Αστυάγη, τον γιο του Κυαξάρη.
Το
εἰδέναι,
το ἐπίστασθαι
και το μανθάνω:
• με
μετοχή
σημαίνουν "γνωρίζω, ξέρω, καταλαβαίνω,
μαθαίνω ότι κάτι είναι, υπάρχει",
• με
απαρέμφατο
σημαίνουν "γνωρίζω, ξέρω, μαθαίνω να
κάνω κάτι":
- ΣΟΦ Αντ 472 εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς || δεν ξέρει να συμβιβάζεται με τα δεινά.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.15 καὶ ἄρχεσθαι ἐπίσταμαι || ξέρω και να υπακούω.
- ΠΛ Γοργ 456d ἔμαθεν πυκτεύειν τε καὶ παγκρατιάζειν καὶ ἐν ὅπλοις μάχεσθαι || έμαθε να αγωνίζεται στην πυγμαχία και στο παγκράτιο και να πολεμά με τα όπλα.
Το
μέμνημαι
και το ἐπιλανθάνομαι:
• με
μετοχή
σημαίνουν "θυμάμαι, λησμονώ ότι κάτι
είναι, υπάρχει",
• με
απαρέμφατο
σημαίνουν "θυμάμαι, λησμονώ να κάνω
κάτι":
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.3 μέμνημαι ἀκούσας ποτέ σου || θυμάμαι ότι άκουσα κάποτε από σένα.
- ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.39 καὶ ὅστις τε ὑμῶν τοὺς οἰκείους ἐπιθυμεῖ ἰδεῖν, μεμνήσθω ἀνὴρ ἀγαθὸςεἶναι∙οὐ γὰρ ἄλλως τούτου τυχεῖν || και όποιος από σας θέλει να δει τους δικούς του, να θυμάται να είναι γενναίος άνδρας, γιατί αλλιώς δεν πρόκειται να το πετύχει αυτό.
- ΕΥΡ Βακ 188-189ἐπιλελήσμεθ' ἡδέως γέροντες ὄντες || μετά χαράς λησμονούμε ότι είμαστε γέροι.
Το
δεικνύναι,
ἀποφαίνειν
και το δηλοῦν:
• με
μετοχή
σημαίνουν "αποδεικνύω, φανερώνω ένα
γεγονός", "καταδεικνύω",
• με
απαρέμφατο
σημαίνουν "εκφράζω μια άποψη",
"παρουσιάζω ως", "ισχυρίζομαι",
"υποδεικνύω", "αναγορεύω":
- ΞΕΝ ΚΑναβ 2.3.14 πορευόμενοι ἀφίκοντο εἰς κώμας ὅθεν ἀπέδειξαν οἱ ἡγεμόνες λαμβάνειν τὰ ἐπιτήδεια || συνεχίζοντας την πορεία τους έφτασαν στους οικισμούς από τους οποίους τους υπέδειξαν οι οδηγοί να προμηθεύονται τα τρόφιμα.
- ΗΡΟΔ 5.25 Ὀτάνεα ἀποδέξας στρατηγὸν εἶναι τῶν παραθαλασσίων ἀνδρῶν || αναγόρευσε αρχηγό των στρατευμάτων των παραθαλάσσιων περιοχών τον Οτάνη.
- ΠΛ Θεαιτ 168b τί ποτε λέγομεν, κινεῖσθαι ἀποφαινόμενοι τὰ πάντα || τι ακριβώς εννοούμε όταν εκφράζουμε την άποψη ότι όλα κινούνται.
ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ
Δεύτεροι
χρόνοι ρημάτων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου