20 Αυγ 2024

 ΠΛΑΤΩΝ "ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ" (320d – 321B5)

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

[320d] Ἦν γάρ ποτε χρόνος ὅτε θεοὶ μὲν ἦσαν, θνητὰ δὲ γένη οὐκ ἦν. ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλθεν εἱμαρμένος γενέσεως,

 

τυποῦσιν αὐτὰ θεοὶ γῆς ἔνδον ἐκ γῆς καὶ πυρὸς μείξαντες καὶ τῶν ὅσα πυρὶ καὶ γῇ κεράννυται.

ἐπειδὴ δ’ ἄγειν αὐτὰ πρὸς φῶς ἔμελλον, προσέταξαν Προμηθεῖ καὶ Ἐπιμηθεῖ κοσμῆσαί τε καὶ νεῖμαι δυνάμεις ἑκάστοις ὡς πρέπει.


Προμηθέα δὲ παραιτεῖται Ἐπιμηθεὺς αὐτὸς νεῖμαι, «Νείμαντος δέ μου», ἔφη, «ἐπίσκεψαι»·

καὶ οὕτω πείσας νέμει.


νέμων δὲ τοῖς μὲν ἰσχὺν ἄνευ τάχους προσῆπτεν, τοὺς δ’ ἀσθενεστέρους τάχει ἐκόσμει·

[320e] τοὺς δὲ ὥπλιζε, τοῖς δ’ ἄοπλον διδοὺς φύσιν ἄλλην τιν’ αὐτοῖς ἐμηχανᾶτο δύναμιν εἰς σωτηρίαν.


ἃ μὲν γὰρ αὐτῶν σμικρότητι ἤμπισχεν, πτηνὸν φυγὴν ἢ κατάγειον οἴκησιν ἔνεμεν·

 

ἃ δὲ ηὖξε μεγέθει, τῷδε[321a] αὐτῷ αὐτὰ ἔσῳζεν· καὶ τἆλλα οὕτως ἐπανισῶν ἔνεμεν.

 

Ταῦτα δὲ ἐμηχανᾶτο εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη·


ἐπειδὴ δὲ αὐτοῖς ἀλληλοφθοριῶν διαφυγὰς ἐπήρκεσε,

πρὸς τὰς ἐκ Διὸς ὥρας εὐμάρειαν ἐμηχανᾶτο

ἀμφιεννὺς αὐτὰ πυκναῖς τε θριξὶν καὶ στερεοῖς δέρμασιν, ἱκανοῖς μὲν ἀμῦναι χειμῶνα, δυνατοῖς δὲ καὶ καύματα,


καὶ εἰς εὐνὰς ἰοῦσιν ὅπως ὑπάρχοι τὰ αὐτὰ ταῦτα στρωμνὴ οἰκεία τε καὶ αὐτοφυὴς ἑκάστῳ· καὶ [321b] ὑποδῶν τὰ μὲν ὁπλαῖς, τὰ δὲ [θριξὶν καὶ] δέρμασιν στερεοῖς καὶ ἀναίμοις.


 τοὐντεῦθεν τροφὰς ἄλλοις ἄλλας ἐξεπόριζεν, τοῖς μὲν ἐκ γῆς βοτάνην, ἄλλοις δὲ δένδρων καρπούς, τοῖς δὲ ῥίζας·


ἐστι δ’ οἷς ἔδωκεν εἶναι τροφὴν ζῴων ἄλλων βοράν· καὶ τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε, τοῖς δ’ ἀναλισκομένοις
ὑπὸ τούτων πολυγονίαν, σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων

 Ήταν κάποτε εποχή κατά την οποία θεοί υπήρχαν, θνητά όμως γένη δεν υπήρχαν. Κι όταν ήρθε και γι' αυτά ο χρόνος ο προκαθορισμένος από τη μοίρα για τη γέννηση τους,

τα πλάθουν οι θεοί μέσα στη γη από μείγμα γης και φωτιάς, και από όσα ανακατεύονται με γη και φωτιά.

Κι όταν ήρθε η ώρα να τα φέρουν στο φως, διέταξαν οι θεοί τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα να στολίσουν και να μοιράσουν στο καθένα τους μέσα προστασίας όπως τους αρμόζει.

Ο Επιμηθεύς παρακαλεί τότε τον Προμηθέα να τον αφήσει να κάνει αυτός τη διανομή. “Κι αφου”, είπε, “κάνω εγώ τη μοιρασιά, κάνε εσύ την επιθεώρηση”·

έτσι αφού τον έπεισε, κάνει τη διανομή. Μοιράζοντας λοιπόν σε άλλα έδινε δύναμη χωρίς ταχύτητα, αλλά τα πιο αδύνατα τα εφοδίαζε με ταχύτητα·

επίσης άλλα εξόπλιζε, και επειδή δεν παραχωρούσε σε μερικά φυσικό εξοπλισμό σοφιζόταν κάποια άλλη ικανότητα για τη σωτηρία τους.

Όσα, αλήθεια, απ' αυτά περιέκλειε σε μικρό σώμα, σ' αυτά έδινε την ικανότητα να φεύγουν πετώντας ή να κατοικούν μέσα στη γη·

κι όσα έκανε μεγαλόσωμα, μ' αυτό το ίδιο πάλι τα έσωζε· έτσι μοίραζε και τις άλλες ιδιότητες εξισορροπώντας τις διαφορές.

Όλα αυτά τα σοφιζόταν, επειδή πολύ πρόσεχε μήπως κανένα γένος εξαφανιστεί.

Κι αφού τα εφοδίασε αρκετά για να αποφεύγουν την αλληλοεξόντωση ,

σοφιζόταν μέσα προστατευτικά για τις μεταβολές του καιρού που στέλνει ο Δίας,

καλύπτοντάς τα με πυκνό τρίχωμα και στερεά δέρματα, ικανά να προφυλάσσουν από το κρύο, κατάλληλα και για τη ζέστη,

κι ακόμη, όταν πάνε να κοιμηθούν, τα ίδια αυτά να τους είναι στρώμα και σκέπασμα αποκλειστικά  δικό τους και φυσικό, και υποδένοντας  άλλα με οπλές, κι άλλα [με τρίχωμα και] με δέρμα σκληρό  και αναίσθητα.

Ύστερα απ' αυτό χορηγούσε τροφές διαφορετικές στο καθένα, σε άλλα χόρτα  από τη γη, σε άλλα καρπούς δέντρων, και σε άλλα ρίζες·

σε μερικά άφησε τροφή τους να είναι η σάρκα άλλων ζώων και μείωσε την αναπαραγωγή στα σαρκοβόρα, ενώ σε κείνα που τρώγονταν απ' αυτά, την αύξησε, εξασφαλίζοντας έτσι διαιώνιση  στο είδος τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου