
Πώς είναι άραγε να ταξιδεύεις μόνος, χωρίς κανέναν προορισμό, μ' ένα σακίδιο στην πλάτη, δυο ρούχα ζεστά και μπροστά σου μόνο τον ορίζοντα; Αυτό αναρωτήθηκα προχθές όταν με σταμάτησε ένας άγνωστος. Λίγα αγγλικά σπαστά για να μάθει μια διαδρομή κι ένα βλέμμα που σε ξένιζε. Όχι φοβισμένο, ούτε αποφασιστικό, χαρά και προσμονή έβγαζε, μαζί μ' ένα μικρό ερωτηματικό. Θυμήθηκα τότε, ένα ταξίδι παλιό, ένα ταξίδι επιστροφής από μια πόλη άγνωστη σ' εμένα. Βρίσκομαι σ' έναν δρόμο σχετικά ερημικό. Αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι και το λεωφορείο αργεί. Σκέψεις πολλές, φόβοι περισσότεροι και αδιέξοδα. Περίμενα υπομονετικά. Πέρασαν και άλλα δρομολόγια. δεν άλλαξα προορισμό. Ήταν πια ήδη νύχτα όταν ήρθε, ανακούφιση, χαρά. Θα επέστρεφα στη βάση, στη σιγουριά και την ασφάλεια της τότε ζωής μου.
Πώς θα ήταν όμως τα πράγματα σήμερα, αν τότε ανέβαινα σ' ένα άλλο λεωφορείο; Αν έκανα εκείνο το ταξίδι χωρίς προορισμό;